στρατοκρατώ

στρατοκρατώ
-έω, Ν
1. κυβερνώ με στρατοκρατία
2. (συν. το παθ.) στρατοκρατούμαι
(για χώρες) κυβερνώμαι από στρατιωτικούς ή σύμφωνα με τις στρατιωτικές αντιλήψεις, υφίσταμαι στρατοκρατία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -κρατώ (< -κράτης < κράτος), πρβλ. τρομο-κρατώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στρατοκρατία — η, Ν 1. η φανερή ή παρασκηνιακή διακυβέρνηση μιας χώρας από στρατιωτικούς 2. η επικράτηση στρατιωτικών μορφών, τρόπων σκέψης, νοοτροπίας και στόχων στη πολιτική και στην κοινωνική ζωή μιας χώρας, αλλ. μιλιταρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατοκρατώ. Η λ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”